στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. infinitesimal [βρετ ˌɪnfɪnɪˈtɛsɪm(ə)l, αμερικ ˌɪnfɪnəˈtɛs(ə)m(ə)l] ΕΠΊΘ
1. infinitesimal:
- infinitesimal amount
-
- infinitesimal increase, chance
-
2. infinitesimal ΜΑΘ:
- infinitesimal
-
II. infinitesimal [βρετ ˌɪnfɪnɪˈtɛsɪm(ə)l, αμερικ ˌɪnfɪnəˈtɛs(ə)m(ə)l] ΟΥΣ ΜΑΘ
- infinitesimal
- infinitesimo αρσ
-
- infinitesimal
-
- infinitesimal
-
- infinitesimal part
-
- infinitesimal quantity
-
- infinitesimal
- microscopico χιουμ
- infinitesimal
στο λεξικό PONS
infinitesimal [ˌɪn·fɪ·nɪ·ˈte·sɪ·ml] ΕΠΊΘ τυπικ
- infinitesimal
-
-
- infinitesimal
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.