high-handedly [βρετ ˌhʌɪˈhandɪdli, αμερικ ˈhaɪ ˈˌhændədli] ΕΠΊΡΡ
dispoticamente [dispotikaˈmente] ΕΠΊΡΡ
dispoticamente agire, comportarsi:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.