haematological, hematological [βρετ ˌhiːmətəˈlɒdʒɪk(ə)l, αμερικ ˌhimədəˈlɑdʒək(ə)l] ΕΠΊΘ
- haematological
-
hematological
hematological → haematological
haematological, hematological [βρετ ˌhiːmətəˈlɒdʒɪk(ə)l, αμερικ ˌhimədəˈlɑdʒək(ə)l] ΕΠΊΘ
- haematological
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.