gynaecological [βρετ ˌɡʌɪnəkəˈlɒdʒɪk(ə)l, αμερικ ˌɡaɪnəkəˈlɑdʒək(ə)l], gynaecologic [βρετ ˌɡʌɪnəkəˈlɒdʒɪk, αμερικ ˌɡaɪnəkəˈlɑdʒək], gynecological, gynecologic ΕΠΊΘ
-
- gynaecologic(al) βρετ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.