enumerative [βρετ ɪˈnjuːmərətɪv, αμερικ əˈn(j)umərədɪv, iˈn(j)umərədɪv, əˈn(j)uməˌreɪdɪv, iˈn(j)uməˌreɪdɪv] ΕΠΊΘ
- enumerative
-
-
- enumerative
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.