earthen [βρετ ˈəːθ(ə)n, αμερικ ˈərθən] ΕΠΊΘ
2. earthen (made of clay):
- earthen pot
-
- di terracotta vaso, mattone, piastrella
- earthen, terracotta
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.