στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. discriminant [βρετ dɪˈskrɪmɪnənt, αμερικ dəˈskrɪmənənt] ΕΠΊΘ
- discriminant
-
II. discriminant [βρετ dɪˈskrɪmɪnənt, αμερικ dəˈskrɪmənənt] ΟΥΣ
- discriminant
- discriminante αρσ
- discriminante carattere, fattore
- discriminant
-
- discriminant
στο λεξικό PONS
-
- discriminant
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.