I. deflationist [βρετ dɪˈfleɪʃ(ə)nɪst, αμερικ dəˈfleɪʃ(ə)nəst] ΕΠΊΘ
- deflationist
-
- deflationist
-
II. deflationist [βρετ dɪˈfleɪʃ(ə)nɪst, αμερικ dəˈfleɪʃ(ə)nəst] ΟΥΣ
- deflationist
- deflazionista αρσ θηλ
-
- deflationist
-
- deflationist
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.