I. corporatist [αμερικ ˈkɔrp(ə)rədəst] ΕΠΊΘ
- corporatist
-
- corporatist
-
II. corporatist [αμερικ ˈkɔrp(ə)rədəst] ΟΥΣ
- corporatist
- corporativista αρσ θηλ
-
- corporatist
-
- corporatist
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.