I. conventual [βρετ kənˈvɛntʃʊəl, αμερικ kənˈvɛn(t)ʃ(əw)əl] ΟΥΣ
- conventual
- conventuale αρσ θηλ
II. conventual [βρετ kənˈvɛntʃʊəl, αμερικ kənˈvɛn(t)ʃ(əw)əl] ΕΠΊΘ
- conventual
-
-
- conventual
-
- conventual
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.