I. conjunctive [βρετ kənˈdʒʌŋ(k)tɪv, αμερικ kənˈdʒəŋ(k)tɪv] ΕΠΊΡΡ
1. conjunctive (connective):
- conjunctive
-
2. conjunctive ΓΛΩΣΣ:
- conjunctive
-
II. conjunctive [βρετ kənˈdʒʌŋ(k)tɪv, αμερικ kənˈdʒəŋ(k)tɪv] ΟΥΣ ΓΛΩΣΣ
- conjunctive
- congiunzione θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.