στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. capital1 [βρετ ˈkapɪt(ə)l, αμερικ ˈkæpədl] ΟΥΣ
2. capital:
3. capital U:
II. capital1 [βρετ ˈkapɪt(ə)l, αμερικ ˈkæpədl] ΕΠΊΘ
1. capital letter:
4. capital βρετ (excellent):
- capital αρχαϊκ, οικ
-
I. intensive [βρετ ɪnˈtɛnsɪv, αμερικ ɪnˈtɛnsɪv] ΕΠΊΘ (all contexts)
II. -intensive ΣΎΝΘ
industry [βρετ ˈɪndəstri, αμερικ ˈɪndəstri] ΟΥΣ
1. industry:
2. industry (diligence):
- industry τυπικ
- industriosità θηλ
- industry τυπικ
- laboriosità θηλ
στο λεξικό PONS
I. capital [ˈkæ·pə·tl] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.