I. germano2 [dʒerˈmano] ΕΠΊΘ (degli stessi genitori)
fratello [fraˈtɛllo] ΟΥΣ αρσ
1. fratello (figlio di stesso padre e stessa madre):
3. fratello (figlio di Dio):
4. fratello (compagno):
5. fratello ΘΡΗΣΚ (frate):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.