στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
bedraggled [βρετ bɪˈdraɡ(ə)ld, αμερικ bəˈdræɡəld] ΕΠΊΘ
- bedraggled person, clothes
-
- bedraggled hair
-
στο λεξικό PONS
bedraggled [bɪ·ˈdræ·gld] ΕΠΊΘ
2. bedraggled (disheveled):
- bedraggled person, appearance
- trasandato, -a
- bedraggled hair
- spettinato, -a
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.