στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
attributive [βρετ əˈtrɪbjʊtɪv, αμερικ əˈtrɪbjədɪv] ΕΠΊΘ ΓΛΩΣΣ
- attributive
-
-
- attributive
-
- attributive adjective
στο λεξικό PONS
attributive [ə·ˈtrɪb·jə·t̬ɪv] ΕΠΊΘ
- attributive
- attributivo, -a
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.