I. appellative [βρετ əˈpɛlətɪv, αμερικ əˈpɛlədɪv] ΕΠΊΘ ΓΛΩΣΣ
- appellative
-
- appellative noun
-
II. appellative [βρετ əˈpɛlətɪv, αμερικ əˈpɛlədɪv] ΟΥΣ
1. appellative:
- appellative
- appellativo αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.