analyzable
analyzable → analysable
analysable, analyzable [βρετ ˈanəˌlʌɪzəb(ə)l, αμερικ ˌænəˈlaɪzəb(ə)l] ΕΠΊΘ
analysable, analyzable [βρετ ˈanəˌlʌɪzəb(ə)l, αμερικ ˌænəˈlaɪzəb(ə)l] ΕΠΊΘ
-
- analysable βρετ
-
- analyzable αμερικ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.