accumulative [βρετ əˈkjuːmjʊlətɪv, αμερικ əˈkjum(j)ələdɪv, əˈkjum(j)əˌleɪdɪv] ΕΠΊΘ
1. accumulative effect, result:
- accumulative
-
2. accumulative person, society:
- accumulative
-
3. accumulative ΟΙΚΟΝ → cumulative
cumulative [βρετ ˈkjuːmjʊlətɪv, αμερικ ˈkjumjələdɪv, ˈkjumjəˌleɪdɪv] ΕΠΊΘ
-
- accumulative
- cumulativo effetto
- accumulative
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- accrete
- accretion
- accrual
- accrue
- accrued
- accumulative
- accumulator
- accuracy
- accurate
- accurately
- accursed