I. Pentecostalist [βρετ ˌpɛntɪˈkɒst(ə)lɪst, αμερικ ˌpɛn(t)əˈkɔst(ə)ləst] ΕΠΊΘ
- Pentecostalist
-
II. Pentecostalist [βρετ ˌpɛntɪˈkɒst(ə)lɪst, αμερικ ˌpɛn(t)əˈkɔst(ə)ləst] ΟΥΣ
- Pentecostalist
- pentecostale αρσ θηλ
-
- Pentecostalist
-
- Pentecostalist
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- pentameter
- pentane
- Pentateuch
- pentathlete
- pentathlon
- Pentecostalist
- penthouse
- pentode
- pentosan
- pentose
- Pentothal