στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. Dakota [βρετ dəˈkəʊtə, αμερικ dəˈkoʊdə] ΕΠΊΘ
- Dakota
- dakota
II. Dakota [βρετ dəˈkəʊtə, αμερικ dəˈkoʊdə] ΟΥΣ
1. Dakota <πλ Dakota, Dakotas> (person):
- Dakota
- dakota αρσ θηλ
2. Dakota (language):
- Dakota
- dakota αρσ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.