I. Carthaginian [βρετ ˌkɑːθəˈdʒɪnɪən, αμερικ ˌkɑrθəˈdʒɪniən] ΕΠΊΘ
- Carthaginian
-
II. Carthaginian [βρετ ˌkɑːθəˈdʒɪnɪən, αμερικ ˌkɑrθəˈdʒɪniən] ΟΥΣ
- Carthaginian
- cartaginese αρσ θηλ
-
- Carthaginian
-
- Carthaginian
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.