

I. Bernese [βρετ ˈbəːniːz, αμερικ ˌbərˈniz] ΕΠΊΘ
- Bernese
- bernese
II. Bernese <πλ Bernese> [βρετ ˈbəːniːz, αμερικ ˌbərˈniz] ΟΥΣ
- Bernese
- bernese αρσ θηλ


- bernese
- Bernese
- bernese
- Bernese
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.