I. Apollo [βρετ əˈpɒləʊ, αμερικ əˈpɑloʊ]
1. Apollo ΜΥΘΟΛ:
- Apollo
- Apollo
2. Apollo (spaceship):
- Apollo
- Apollo
II. Apollo [βρετ əˈpɒləʊ, αμερικ əˈpɑloʊ] ΟΥΣ μτφ (beautiful man)
- Apollo
- apollo αρσ
- Apollo
- Apollo
- Apollo
- Apollo
- apollo
- Apollo
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.