visceral [αμερικ ˈvɪs(ə)rəl, βρετ ˈvɪs(ə)r(ə)l] ΕΠΊΘ
1. visceral (emotional) λογοτεχνικό:
- visceral response/hatred/fear
- visceral
2. visceral ΙΑΤΡ:
- visceral
- visceral
- visceral
- visceral
- visceral
- visceral
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.