Oxford Spanish Dictionary
victual <victualing victualed or victualling victualled> [αμερικ ˈvɪdl, βρετ ˈvɪt(ə)l] ΡΉΜΑ μεταβ τυπικ
-
- victuals πλ αρχαϊκ
στο λεξικό PONS
victuals [ˈvɪtəlz, αμερικ ˈvɪt̬-] ΟΥΣ pl a. ειρων
- victuals
-
-
- victuals πλ λογοτεχνικό
victuals [ˈvɪt̬·əlz] ΟΥΣ pl a. ειρων
- victuals
-
| I | victual |
|---|---|
| you | victual |
| he/she/it | victuals |
| we | victual |
| you | victual |
| they | victual |
| I | victualled / αμερικ victualed |
|---|---|
| you | victualled / αμερικ victualed |
| he/she/it | victualled / αμερικ victualed |
| we | victualled / αμερικ victualed |
| you | victualled / αμερικ victualed |
| they | victualled / αμερικ victualed |
| I | have | victualled / αμερικ victualed |
|---|---|---|
| you | have | victualled / αμερικ victualed |
| he/she/it | has | victualled / αμερικ victualed |
| we | have | victualled / αμερικ victualed |
| you | have | victualled / αμερικ victualed |
| they | have | victualled / αμερικ victualed |
| I | had | victualled / αμερικ victualed |
|---|---|---|
| you | had | victualled / αμερικ victualed |
| he/she/it | had | victualled / αμερικ victualed |
| we | had | victualled / αμερικ victualed |
| you | had | victualled / αμερικ victualed |
| they | had | victualled / αμερικ victualed |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.