Oxford Spanish Dictionary
 
 unsavory, unsavoury βρετ [αμερικ ˌənˈseɪv(ə)ri, βρετ ʌnˈseɪv(ə)ri] ΕΠΊΘ
-  unsavory topic/character
 -  
 
 
 στο λεξικό PONS
unsavory ΕΠΊΘ αμερικ, αυστραλ, unsavoury [ʌnˈseɪvəri] ΕΠΊΘ βρετ, αυστραλ
1. unsavory (unpleasant to the taste, smell):
2. unsavory (disgusting):
3. unsavory (socially offensive):
-  unsavory reputation
 -  
 
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.