Oxford Spanish Dictionary
climber [αμερικ ˈklaɪmər, βρετ ˈklʌɪmə] ΟΥΣ
1. climber:
2. climber ΒΟΤ:
-
- enredadera θηλ
I. solo <pl solos> [αμερικ ˈsoʊloʊ, βρετ ˈsəʊləʊ] ΟΥΣ
II. solo [αμερικ ˈsoʊloʊ, βρετ ˈsəʊləʊ] ΕΠΊΘ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.