Oxford Spanish Dictionary
sinful [αμερικ ˈsɪnfəl, βρετ ˈsɪnfʊl, ˈsɪnf(ə)l] ΕΠΊΘ
- sinful person
-
- sinful act
-
- pecador (pecadora)
- sinful
- pecaminoso (pecaminosa)
- sinful
στο λεξικό PONS
sinful [ˈsɪnfəl] ΕΠΊΘ
sinful [ˈsɪn·fəl] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.