recuperative [αμερικ rəˈkup(ə)rədɪv, rəˈkupəˌreɪdɪv, βρετ rɪˈkuːpərətɪv] ΕΠΊΘ
- recuperative period
-
- recuperative rest/effect
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.