rectifiable [αμερικ ˈrɛktəˌfaɪəb(ə)l, βρετ ˈrɛktɪfʌɪəb(ə)l, rɛktɪˈfʌɪəb(ə)l] ΕΠΊΘ
- rectifiable
-
-
- rectifiable
- remediable error
- rectifiable
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.