 
  
 providentially [αμερικ ˌprɑvəˈdɛn(t)ʃəli, βρετ prɒvɪˈdɛnʃ(ə)li] ΕΠΊΡΡ τυπικ
-  providentially
-  
-  providentially
-  
 
  
 -  
-  providentially
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
