I. preadolescent [αμερικ ˌpriˌædlˈɛsənt, βρετ ˌpriːadəˈlɛs(ə)nt] ΕΠΊΘ
-  preadolescent
-  
II. preadolescent [αμερικ ˌpriˌædlˈɛsənt, βρετ ˌpriːadəˈlɛs(ə)nt] ΟΥΣ
-  preadolescent
-  preadolescente αρσ θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
