I. postfeminist [αμερικ pos(t)ˈfɛmənɪst, βρετ pəʊstˈfɛmɪnɪst] ΕΠΊΘ
- postfeminist
-
II. postfeminist [αμερικ pos(t)ˈfɛmənɪst, βρετ pəʊstˈfɛmɪnɪst] ΟΥΣ
- postfeminist
- postfeminista αρσ θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.