I. paternalist [αμερικ pəˈtərn(ə)ləst, βρετ pəˈtəːn(ə)lɪst] ΟΥΣ
- paternalist
- paternalista αρσ θηλ
II. paternalist [αμερικ pəˈtərn(ə)ləst, βρετ pəˈtəːn(ə)lɪst] ΕΠΊΘ a. paternalistic [-ˈɪstɪk]
- paternalist
-
-
- paternalist προσδιορ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.