overground [αμερικ ˈoʊvərˌɡraʊnd, βρετ ˈəʊvəɡraʊnd, əʊvəˈɡrəʊnd] ΕΠΊΘ
1. overground (above ground) προσδιορ:
- overground train/station
-
2. overground (mainstream) οικ:
- overground fashion/music/film
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.