obscenely [αμερικ əbˈsinli, βρετ əbˈsiːnli] ΕΠΊΡΡ
1. obscenely (indecently):
- obscenely pose/gesture
-
2. obscenely (abhorrently):
-
- obscenely
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.