I. narcoleptic [αμερικ ˌnɑrkəˈlɛptɪk, βρετ ˌnɑːkə(ʊ)ˈlɛptɪk] ΕΠΊΘ
1. narcoleptic ΙΑΤΡ:
- narcoleptic
-
2. narcoleptic speech/music:
- narcoleptic
-
II. narcoleptic [αμερικ ˌnɑrkəˈlɛptɪk, βρετ ˌnɑːkə(ʊ)ˈlɛptɪk] ΟΥΣ
- narcoleptic
-
- narcoléptico (narcoléptica)
- narcoleptic
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.