I. multiculturalist [αμερικ ˌməltiˈkəltʃ(ə)rələst, ˌməlˌtaɪˈkəltʃ(ə)rələst, βρετ ˌmʌltɪˈkʌltʃ(ə)r(ə)lɪst] ΕΠΊΘ
- multiculturalist
-
II. multiculturalist [αμερικ ˌməltiˈkəltʃ(ə)rələst, ˌməlˌtaɪˈkəltʃ(ə)rələst, βρετ ˌmʌltɪˈkʌltʃ(ə)r(ə)lɪst] ΟΥΣ
- multiculturalist
- multiculturalista αρσ θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.