Oxford Spanish Dictionary
-  monárquico (monárquica)
 -  monarchical
 
στο λεξικό PONS
monarchic(al) [məˈnɑ:kɪk(l), αμερικ -ˈnɑ:r-] ΕΠΊΘ
-  
 -  monárquico, -a
 
monarchic [mə·ˈnar·kɪk] ΕΠΊΘ, monarchical [mə·ˈnar·kɪ·kəl] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- momma
 - mommy
 - Mon
 - Mon.
 - Monaco
 - monarchical
 - monarchic monarchical
 - monarchism
 - monarchist
 - monarchy
 - monastery