lengthily [αμερικ ˈlɛŋθəli, βρετ ˈlɛŋ(k)θɪli, ˈlɛn(t)θɪli] ΕΠΊΡΡ
lengthily talk/write:
- lengthily
-
- lengthily
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.