knurled [αμερικ nərld, βρετ nəːld] ΕΠΊΘ
- knurled
-
- knurled
-
knurl [αμερικ nərl, βρετ nəːl] ΟΥΣ
-
- cordoncillo αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.