Oxford Spanish Dictionary
isometrics [αμερικ ˌaɪsəˈmɛtrɪks, βρετ ʌɪsə(ʊ)ˈmɛtrɪks] ΟΥΣ + ενικ or pl ρήμα
- isometrics
- isometría θηλ
isometric [αμερικ ˌaɪsəˈmɛtrɪk, βρετ ʌɪsə(ʊ)ˈmɛtrɪk] ΕΠΊΘ
1. isometric ΜΑΘ:
2. isometric ΑΘΛ:
- isométrico (isométrica)
-
στο λεξικό PONS
isometric ΕΠΊΘ
- isometric ΜΑΘ
- isométrico, -a
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.