irreverently [αμερικ ɪ(r)ˈrɛvərntli, əˈrɛvərəntli, ɪ(r)ˈrɛv(ə)rəntli, əˈrɛv(ə)rəntli, βρετ ɪˈrɛv(ə)r(ə)ntli] ΕΠΊΡΡ
- irreverently
-
- irreverently
-
-
- irreverently
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.