Oxford Spanish Dictionary
grouchy <grouchier grouchiest> [αμερικ ˈɡraʊtʃi, βρετ ˈɡraʊtʃi] ΕΠΊΘ οικ
grouchy person:
- renegón (renegona)
- grouchy οικ
- carrascaloso (carrascalosa)
- grouchy οικ
- atufado (atufada)
- grouchy οικ
- regañón (regañona)
- grouchy οικ
- refunfuñón (refunfuñona)
- grouchy οικ
- trompudo (trompuda)
- grouchy οικ
στο λεξικό PONS
grouchy <-ier, -iest> [ˈgraʊtʃi] ΕΠΊΘ
- grouchy
- malhumorado, -a
grouchy <-ier, -iest> [ˈgraʊ·tʃi] ΕΠΊΘ
- grouchy
- malhumorado, -a
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.