Oxford Spanish Dictionary
gooey <gooier, gooiest> [αμερικ ˈɡui, βρετ ˈɡuːi] ΕΠΊΘ οικ
1. gooey (sticky):
- gooey
-
2. gooey (sentimental):
- gooey
-
- gooey
-
στο λεξικό PONS
gooey <gooier, gooiest> [ˈgu:i] ΕΠΊΘ
- gooey ΜΑΓΕΙΡ
- empalagoso, -a
gooey <gooier, gooiest> [ˈgu·i] ΕΠΊΘ
- gooey culin dessert
- empalagoso, -a
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.