giggly <gigglier giggliest> [αμερικ ˈɡɪɡ(ə)li, βρετ ˈɡɪɡ(ə)li] ΕΠΊΘ
-  giggly
-  
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
