Oxford Spanish Dictionary
I. geriatric [αμερικ ˌdʒɛriˈætrɪk, βρετ ˌdʒɛrɪˈatrɪk] ΕΠΊΘ
II. geriatric [αμερικ ˌdʒɛriˈætrɪk, βρετ ˌdʒɛrɪˈatrɪk] ΟΥΣ χιουμ
medicine [αμερικ ˈmɛdəsən, βρετ ˈmɛds(ə)n, ˈmɛdɪsɪn] ΟΥΣ
1. medicine C or U (substance):
στο λεξικό PONS
medicine [ˈmedsən, αμερικ ˈmedɪsən] ΟΥΣ
medicine [ˈmed·ɪ·sɪn] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Georgia
- Georgian
- geoscience
- geospatial
- geostationary
- geriatric medicine
- geriatrics
- germ
- German
- German Democratic Republic
- germane