Oxford Spanish Dictionary
gainful [αμερικ ˈɡeɪnfəl, βρετ ˈɡeɪnfʊl, ˈɡeɪnf(ə)l] ΕΠΊΘ
- gainful
-
- gainful
-
στο λεξικό PONS
gainful [ˈgeɪn·fəl] ΕΠΊΘ
- gainful employment
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.