fey <feyer feyest> [αμερικ feɪ, βρετ feɪ] ΕΠΊΘ esp βρετ
1. fey (clairvoyant):
- fey
-
2. fey (whimsical):
- fey
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.