Oxford Spanish Dictionary
erectile [αμερικ əˈrɛktl, əˈrɛkˌtaɪl, βρετ ɪˈrɛktʌɪl] ΕΠΊΘ
- erectile
-
-
- erectile
στο λεξικό PONS
erectile [ɪˈrektaɪl, αμερικ -təl] ΕΠΊΘ ΑΝΑΤ
- erectile
-
-
- erectile dysfunction
erectile [ɪ·ˈrek·təl] ΕΠΊΘ ΑΝΑΤ
- erectile
-
erectile dysfunction ΟΥΣ
- erectile dysfunction
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.